Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Η Τσαμπούνα και η Γκάιντα στον Ελλαδικό Χώρο ( Β' Μέρος)

 Β' ΜΕΡΟΣ : ΓΚΑΪΝΤΑ



Ο τύπος αυτού του ασκαύλου, το οποίο σήμερα παίζεται κυρίως στην Μακεδονία και την Θράκη, παλιότερα παιζόταν και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Λέγεται γκάιντα, γκάιδα, γάιδα ή κάιντα. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, συνήθως από εκείνον που την παίζει, και αποτελείται από το ασκί, το επιστόμιο και δυό αυλούς. Ο παίκτης της γκάιντας λέγεται γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκάιντατζης, κάιντατζης.
Για το ασκί, το οποίο λέγεται τουλούμι, τομάρι, δερμάτι ή κόζα, ισχύουν όσα αναφέρθηκαν στα περί τσαμπούνας, ( βλέπε, Η Τσαμπούνα και η Γκάιντα στον Ελλαδικό Χώρο - Α' Μέρος ), σχετικά με το είδος του δέρματος, την κατεργασία, το δέσιμο, την συντήρηση και την επιδιόρθωση. Προσθέτουμε μόνον ότι προπολεμικά χρησιμοποιούσαν, όταν το έβρισκαν, και δέρμα γαϊδουριού, για το μέγεθος και την αντοχή του. 

Η γκάιντα είναι γενικά μεγαλύτερη συγκριτικά με την νησιωτική τσαμπούνα. Τα εξαρτήματα της γκάιντας, το επιστόμιο και οι δύο αυλοί του δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται, το καθένα, στο κεφαλάρι, μία βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένο στο ασκί. Το επιστόμιο, ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο, κόκκαλο ή και καλάμι απ' το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος, μαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκί. από 12 έως και 20 εκατοστά. Το επιστόμιο λέγεται φυσάρι, φυσερό, φυσολάτης, φουσκοτάρι, φύτσι, ντουγιάλο, ντουάλο, πιπίνι κ.ο.κ. Η βαλβίδα η οποία εμποδίζει να φεύγει ο αέρας όταν ο γκαϊντιέρης σταματήσει να φυσάει, λέγεται πετσάκι, λιπάλο ή λέπκα, καπάτσε κ.α.

Οι δύο αυλοί, όπως άλλωστε και το επιστόμιο, φτιάχνονται από διάφορα ξύλα, συνήθως από αμυγδαλιά, κρανιά, βερικοκιά, τζιτζιφιά κ.α. Ο μακρύς αυλός, σε τρία συνήθως κομμάτια, το ένα μέσα στο άλλο, έχει μήκος από 50 περίπου, έως και 70, κάποτε και παραπάνω, εκατοστά. Χωρίς τρύπες και μ' ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου), προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί, δίνει ένα μόνο φθόγγο. Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σ' όλο το μήκος του. Στο τελευταίο κομμάτι είναι συχνά πιο ανοικτό και σχηματίζει χοάνη ή και το αντίθετο, πιο στενό, "για να μη σκορπά η φωνή". 
Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί, μπάσο ή πάσο, ζουμάρ ή ζαμάρι, καραμούζα, ζουρνάς, ταραγκόξυλο, γκαρόξυλο ή γκαρόζι, αγκαρά, μπουτσάλο, μπουρτσάλο, μπούκαλος, μπερτσάλο, μπιρτσιάλο, ριγκάτς, τσιρίλο, κ.α. Ο άλλος αυλός, ο κοντός, είναι για την μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή και 6+1.Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη, άλλοτε πολύ μικρή και άλλοτε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με τον σωλήνα του αυλού. Στο επάνω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα, εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί, προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μόνο επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου).Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση, σχετικά, απόσταση ή μια από την άλλη. Δεν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους : οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές.

 Ο Πασχάλης Χρηστίδης, ο οποίος γεννήθηκε το 1926, θεωρείται από τους καλύτερους γκαϊντιέρηδες στο Διδυμότειχο της Θράκης, λέει για τις τρύπες : "η πρώτη από τα πάνω, είναι η πιο μικρή, η δεύτερη και η τρίτη έχουν το ίδιο άνοιγμα και είναι πιο μεγάλες, η τέταρτη είναι η μεγαλύτερη όλων, η πέμπτη είναι λίγο πιο μικρή από την δεύτερη και την τρίτη, η έκτη λίγο μεγαλύτερη από την πέμπτη και η έβδομη λίγο μεγαλύτερη από την έκτη. Η τρύπα η οποία είναι πίσω από την πρώτη είναι περίπου όσο και η τέταρτη". Επίσης, λέει ότι μ' ένα κοφτερό σιδεράκι, γαμψό όπως το νύχι της όρνιθας, κουφώνει απ' το μέσα μέρος τις τρύπες" για να φέρει αντίλαλο η γκάιντα" για πιο "καθαρή φωνή". Μικρές τρύπες μια ή δύο, που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάκτυλα αλλά "είναι για την φωνή", όπως αυτές στην τζαμάρα και τον ζουρνά, ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού. Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης, απ' τα κάτω, τρύπας, στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα. Την τρύπα αυτή την χρησιμοποιεί ο γκαϊντιέρης, βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί, για να αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη, απ’ τα κάτω, τρύπα του αυλού. Η πρώτη τέλος απ’ τα πάνω, τρύπα – η μικρότερη συνήθως συγκριτικά με όλες τις άλλες - έχει σφηνωμένο στο άνοιγμα της, μέσα στο σωλήνα του αυλού, ένα μικρό σωληνάκι, συνήθως από φτερό κότας. 

Ο κοντός αυτός αυλός για την μελωδία λέγεται στην Θράκη γκαϊντανίτσα, ντιβριντίνα, ζαμαροφλογέρα, ζαμάρα ενώ στην Μακεδονία γκαϊντανάκι, γκαϊδούρκα, τσαμπουνάρι, ντουϊνίτσα, πίσκα, κλέπαρσα, σούρλα κ.α. Ο μικρός κυλινδρικός αυλός με το γλωσσίδι το οποίο προσαρμόζεται στον κοντό αυλό γίνεται από καλάμι. Γίνεται όμως και από λεπτό κλωνάρι με ψίχα (εντεριώνη), ίσια νερά και χωρίς κόμπους, που κόβουν τον χειμώνα και το αφήνουν να ξεραθεί έως το καλοκαίρι. Αφού αφαιρέσουν την ψίχα το καθαρίζουν εσωτερικά και εξωτερικά, το λειαίνουν εσωτερικά με ένα πυρωμένο λεπτό σίδερο και κλείνουν προσεκτικά το ένα ανοικτό άκρο του με ξύλινα τάπα και κερί. Μετά κόβουν το γλωσσίδι, από πάνω προς τα κάτω ή από κάτω προς τα πάνω, και το ξύνουν με ένα μαχαιράκι, δοκιμάζοντας το, έως ότου δώσει την «φωνή» (ήχο) που θέλουν. Ο σωλήνας με το γλωσσίδι λέγεται ζαμπούνα, πισκούνι, πίσκα, φίτα κ.α.


 Όπως στην τσαμπούνα, το ίδιο και στην γκάιντα «κοκκινίζουν» στην φωτιά ή «τηγανίζουν» ή «καβουρδίζουν» το σωληνάκι με το γλωσσίδι για να ξεραθεί κι να λειτουργεί καλά και να μην «κολλάει». Επίσης χρησιμοποιούν την κλωστή ή την τρίχα κάτω από το γλωσσίδι ή τυλίγουν την ρίζα του γλωσσιδίου, κι αν χρειαστεί λεπταίνουν το γλωσσίδι με ένα μαχαιράκι (βλ.τσαμπούνα). Σημειώνουμε ακόμη τα κόκαλα ή δακτυλίδια, όπως τα λένε, που περνούν στα άκρα των εξαρτημάτων της γκάιντας (επιστόμιο και δύο αυλούς), είναι κομμάτια από ίσιο κέρατο κατσίκας ή ελαφιού που τα κόβουν με πριόνι. Αφού τα βράσουν σε δυνατή φωτιά για να μαλακώσουν, τα περνούν σε ξύλινα καλούπια, τα οποία έχουν τις ίδιες διαστάσεις με τα εξαρτήματα της γκάιντας, και τα σφυροκοπούν για να πάρουν το τελικό τους σχήμα. Έτοιμα πια τα σφηνώνουν στα άκρα των εξαρτημάτων, αφού προηγουμένως ανοίξουν τις κατάλληλες εσοχές, και τα λιμάρουν για να έρθει το κόκκαλο ευθεία με το ξύλο. Τα κοκάλινα δαχτυλίδια προφυλάγουν τα ξύλινα εξαρτήματα από το ράγισμα και παράλληλα στολίζουν την γκάιντα. Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούν λιωμένο μολύβι και, παλαιότερα, ασήμι. 
Για την διακόσμηση χρησιμοποιούν επίσης το εγχάρακτο σχέδιο και προπολεμικά το χαμηλό ανάγλυφο (γεωμετρικά σχέδια και, σπάνια, παραστάσεις από το φυτικό ή ζωικό κόσμο). 


 ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
 

Για το παίξιμο της γκάιντας, εκτός από ό,τι σχετικό αναφέρουμε στην τσαμπούνα για την θέση του ασκιού, την αναπνοή, το στόλισμα της μελωδίας κ.ο.κ., τα οποία ισχύουν και για την γκάιντα, προσθέτουμε ό,τι υπαγορεύει η διαφορετική κατασκευή της. Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω από την μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή, στο μπράτσο ή, σπάνια, τον αφήνουν να κρέμεται. Δεν έχει, όπως είπαμε, τρύπες και δίνει έναν μόνο φθόγγο, ο οποίος «ταιριάζεται» πάντα με τον φθόγγο που χρησιμοποιείται ως τονική στον αυλό της μελωδίας. Έτσι, στο παίξιμο συνοδεύει διαρκώς την μελωδία με τον φθόγγο της τονικής, μια οκτάβα συνήθως χαμηλότερα. Κρατάει δηλαδή ένα ίσο, από τις αρχαιότερες μορφές πολυφωνίας. Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας. Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα, απ’ τα κάτω, με υποτονική (την προηγούμενη τρύπα) σε διάστημα τόνου από την τονική. Το ύψος της τονικής εξαρτάται, κυρίως, όπως και στην τσαμπούνα, από το μέγεθος που έχει ο κοντός αυλός και το γλωσσίδι του. Η γκάιντα παίζεται μόνη της. Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα όπως γκάιντα με νταούλι, ενώ στον Έβρο συναντάμε γκάιντα και λύρα, προπολεμικά δε γκάιντα και μασά. 




ΓΚΑΙΝΤΑ ΠΙΕΡΙΩΝ

  Η γκάιντα των Πιερίων αποτελεί ένα πανάρχαιο όργανο το οποίο δυστυχώς τείνει να εκλείψει • οι σημερινοί γκαϊντατζήδες στα Ημαθιώτικα Πιέρια είναι πλέον ελάχιστοι. Είναι συνήθως μεγαλύτερη από όλες τις γκάιντες της ηπειρωτικής Ελλάδος.


Το ασκί, το οποίο ονομάζουν τομάρι φτιάχνεται ως εξής : Χρησιμοποιείται συνήθως δέρμα γίδας και σπάνια προβάτου. Το δέρμα πρέπει να είναι ολόκληρο και όχι σχισμένο. Το νωπό αυτό δέρμα δέχεται μια ειδική επεξεργασία για να μη σαπίσει και για να είναι μαλακό και άσπρο περίπου όταν ξεραθεί. Νωπό όπως είναι, κι έπειτα από πρόχειρο πλύσιμο, το αλατίζουν, όχι το τριχωτό μέρος του δέρματος αλλά το εσωτερικό, δηλαδή την επιφάνεια προς την σάρκα, αφού πρώτα ψαλιδίσουν το τριχωτό μέρος. Με το αλάτισμα το τομάρι «σφίγγει» και καθαρίζει από το λίπος Δεν πρέπει να κόψουν την τρίχα σίρριζα, αφήνουν 1 με 1,5εκ μήκος έτσι ώστε το κοντό μαλλί να βοηθάει να μείνουν κλειστοί οι πόροι. Επίσης το κοντό μαλλί (χνούδι) συγκρατεί το χνότο και το σάλιο του γκαϊτατζή και διατηρεί το τομάρι μαλακό. Αφού τελειώσει η επεξεργασία δένουν το επιστόμιο και τους δύο αυλούς προσεκτικά. Στο ένα πόδι δένεται το επιστόμιο (φυσητάρι) στο άλλο πόδι δένεται ο μεγάλος αυλός (ζουρνάς) και στο λαιμό δένεται ο κοντός αυλός(φλογέρα). Ανάμεσα στους αυλούς και το τομάρι εφαρμόζονται κόκαλα. Αν δεν υπάρχουν κόκαλα τότε βάζουν ξύλο. Το επεξεργασμένο όμως κόκαλο είναι καλύτερο γιατί δεν φεύγει καθόλου αέρας. 

Το είδος του ξύλου από το οποίο φτιάχνονται τα προηγούμενα εξαρτήματα της γκάιντας είναι το πυξάρι και συνήθως το βρίσκουν στην περιοχή Ελατοχωρίου και την περιοχή της Νάουσας. Με αυτό το ξύλο φτιάχνουν και τις γκλίτσες γιατί είναι όμορφο μετά την επεξεργασία. Αφού κόβουν το ξύλο το αφήνουν να ξεραθεί και μετά το τρυπάνε με τρυπάνι ή με «ματκά» (με αρίδα). Έπειτα το πελεκάνε με το σκεπάρνι και με τον ξυλοφάγο το κάνουν λιανό. Έτσι κάνουν την «φλογέρα» (κοντό αυλό), το «φυσητάρι» (επιστόμιο) και τον «ζουρνά» (μεγάλο αυλό). Αφού κάνουν τα σχέδια με το μαχαίρι επάνω της και την γυαλίσουν με γυαλόχαρτο κάνουν τις τρύπες με το «τρυπτάρι» (ψιλό μαχαίρι). Οι τρύπες είναι 8 (7 μπροστά και 1 πίσω – ουδέτερη). Η πρώτη από πάνω είναι η μικρότερη στην οποία σφηνώνουνε στο άνοιγμά της ένα σωληνάκι, συνήθως από φτερό κότας, το οποίο αποκαλούν «μουμούδι». Η δεύτερη τρύπα είναι μεγαλύτερη η τρίτη είναι μικρότερη, η τέταρτη μεγαλύτερη, η πέμπτη μικρότερη και από την τρίτη, η έκτη και η έβδομη μεγαλύτερες. Στο κάτω μέρος της μπαίνει επίσης κόκαλο από βουβάλι ή βόδι το οποίο λέγεται «κλωτσοτάρι» και είναι λίγο «γυριστό».

 Ο μικρός κυλινδρικός σωλήνας ο οποίος προσαρμόζεται στο πάνω μέρος της φλογέρας λέγεται «τσαμπούνα» και φτιάχνεται από καλάμι. Έχει μήκος γύρω στα 5 εκατοστά. Στην εξωτερική του επιφάνεια με ένα μικρό μαχαιράκι γίνεται μια σχισμή και δημιουργείται ένα γλωσσίδι, το οποίο ονομάζουν «πεταλάκι». Τότε, ο γκαϊντατζής το δοκιμάζει και εάν βγάλει την «φωνή» που θέλει, τότε η τσαμπούνα είναι έτοιμη. Μετά τυλίγεται η μια άκρη της τσαμπούνας με κλωστή (ράμμα) και εφαρμόζει μέσα στην φλογέρα η οποία είναι πλέον έτοιμη να παίξει. Το επιστόμιο «φυσητάρι», είναι ένας κυλινδρικός σωλήνας από ξύλο συνήθως από το οποίο φυσάει ο γκαϊντατζής και γεμίζει το τομάρι με αέρα και έχει μήκος από 15 εκατοστά. Η βαλβίδα που εμποδίζει να φύγει ο αέρας όταν ο γκαϊντατζής σταματάει να φυσάει λέγεται πετσάκι. 
Ο ζουρνάς είναι ένας μακρύς αυλός και συνήθως αποτελείται από τρία κομμάτια και έχει μήκος 75 εκατοστά περίπου. Είναι χωρίς τρύπες και έχει και αυτό τσαμπούνα που φτιάχνεται όπως και στην φλογέρα, προσαρμόζεται στο κομμάτι που είναι κοντά στο τομάρι και δίνει ένα μόνο φθόγγο (ίσο). Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σε όλο το μήκος του. Στο τελευταίο κομμάτι είναι συχνά πιο ανοιχτό και σχηματίζει χοάνη. Τα τρία κομμάτια λέγονται ζουρνόξυλα και εφαρμόζουν μεταξύ τους με τέχνη. Η μία άκρη του ζουρνόξυλου λέγεται σαΐτα και προσαρμόζεται στην άκρη του άλλου ζουρνόξυλου το οποίο είναι επενδυμένο με κόκαλο ή χαλκό ή αλουμίνι έτσι ώστε να προστατευτεί και να μην ραγίσει με την πολλή χρήση. 

Επισημαίνουμε ότι τα «κόκαλα» είναι δεμένα καλά στο τομάρι και πάνω σε αυτά προσαρμόζονται ο ζουρνάς το φυσητάρι και η φλογέρα. Είναι από κέρατο βοδιού ή βουβαλιού που τα κόβουνε με πριόνι τα βράζουνε σε δυνατή φωτιά για να μαλακώσουν φωτιά, τα περνούν σε ξύλινα καλούπια, που έχουν τις ίδιες διαστάσεις με τα εξαρτήματα της γκάιντας και τα σφυροκοπούν για να πάρουν το τελικό τους σχήμα. Έτοιμα πια τα σφηνώνουν στα άκρα των εξαρτημάτων-αφού προηγουμένως ανοίξουν τις κατάλληλες εσοχές-και τα λιμάρουν για να έρθει το κόκαλο ευθεία με το ξύλο. Τα κόκαλα αυτά προφυλάγουν τα ξύλινα εξαρτήματα από το ράγισμα δεν φεύγει καθόλου αέρας και παράλληλα στολίζουν την γκάιντα. Παλιότερα για την διακόσμηση τους χρησιμοποιούσαν σχέδια με γεωμετρικά σχήματα και παραστάσεις από το φυσικό ή ζωικό κόσμο. 

Τέλος, ο γκαϊντατζής έχει πάντα λίγο κερί που το κολλάει στο πίσω μέρος του κόκαλου της φλογέρας σε περίπτωση ανάγκης (εάν ραγίσει κανένα ξύλο ή να βουλώσει καμιά τρύπα για να «στρώσει» η «φωνή» όπως λένε)

 
Πηγή: Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα Φοίβου Ανωγειανάκη,
Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα» 1991.



1 σχόλιο:

  1. Η τρύπα στην πίσκα (από πάνω) πόσα εκατοστά πρέπει να είναι;
    (για μακεδονική γκάιντα όχι πιερίων)

    ΑπάντησηΔιαγραφή